- ισοβουτυλική αλκοόλη
- Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή στο νερό, έχει δομή διακλαδισμένης αλυσίδας ατόμων άνθρακα και είναι ισομερής προς τη βουτυλική αλκοόλη. Είναι αρκετά εύφλεκτη, μέτρια τοξική και χρησιμοποιείται ευρέως ως υγρό υδραυλικών συστημάτων και ως διαλύτης χρωμάτων. Η κύρια χρήση της είναι στην παρασκευή ισοβουτυλικού οξικού εστέρα για λάκες νιτροκυτταρίνης.
Dictionary of Greek. 2013.